επιληπτικος

επιληπτικος
    ἐπιληπτικός
    ἐπι-ληπτικός
    3
    1) эпилептический
    

(νοσήματα Arst.)

    2) страдающий эпилепсией Arst., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "επιληπτικος" в других словарях:

  • ἐπιληπτικός — subject to epilepsy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιληπτικός — ή, ό (AM ἐπιληπτικός, ή, όν) [επιληψία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιληψία ή στον επιληπτικό 2. αυτός που πάσχει από επιληψία …   Dictionary of Greek

  • επιληπτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην επιληψία (βλ. λ.). 2. που πάσχει από επιληψία, που σεληνιάζεται, επιληψιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιληπτικά — ἐπιληπτικός subject to epilepsy neut nom/voc/acc pl ἐπιληπτικά̱ , ἐπιληπτικός subject to epilepsy fem nom/voc/acc dual ἐπιληπτικά̱ , ἐπιληπτικός subject to epilepsy fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιληπτικώτερον — ἐπιληπτικός subject to epilepsy adverbial comp ἐπιληπτικός subject to epilepsy masc acc comp sg ἐπιληπτικός subject to epilepsy neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιληπτικῶν — ἐπιληπτικός subject to epilepsy fem gen pl ἐπιληπτικός subject to epilepsy masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιληπτικόν — ἐπιληπτικός subject to epilepsy masc acc sg ἐπιληπτικός subject to epilepsy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιληπτικαῖς — ἐπιληπτικός subject to epilepsy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιληπτικοῖς — ἐπιληπτικός subject to epilepsy masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιληπτικοί — ἐπιληπτικός subject to epilepsy masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιληπτικοῦ — ἐπιληπτικός subject to epilepsy masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»